διαυλία — διαυλίᾱ , διαυλία duet on the flute fem nom/voc/acc dual διαυλίᾱ , διαυλία duet on the flute fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυλία — διαυλία, η (Α) διωδία με αυλό, ντουέτο στο φλάουτο … Dictionary of Greek